- σκιμβός
- -ή, -όν, Αχωλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση τής λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιμβός — halt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
zgâmboi — ZGÂMBÓI1, zgâmboi, s.m. (fam.) Copil (mic), puşti, pici. – et. nec. Trimis de valeriu, 02.06.2003. Sursa: DEX 98 ZGÂMBOÍ2, zgâmboiesc, vb. IV. refl. (reg.) A se strâmba, a se schimonosi; a face grimase. – et. nec … Dicționar Român
σκίμπους — οδος, ο, ΝΑ σκαμνί αρχ. είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκιμπέ πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
σκιμβάδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σκιμβός «χωλός»] … Dictionary of Greek
σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] … Dictionary of Greek
σκιμβόλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἠλίθιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκιμβός] … Dictionary of Greek
skē̆ i-bh-, -p-, nasalized ski-m-bh- — skē̆ i bh , p , nasalized ski m bh English meaning: slant; to limp Deutsche Übersetzung: ‘schief, hinken(d)” Material: O.Ice. skeifr ‘slant, skew” (*skoipo ), O.E. scüf, scüb ds. (in scüf fōt ‘schieffũßig”), M.L.G. schēf ds.… … Proto-Indo-European etymological dictionary